καθαρός

καθαρός
-ή, -ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, -ά, -όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός)
1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ' ἔχοντα», Ομ. Οδ.)
2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος, ανόθευτος (α. «καθαρό χρυσάφι» β. «σῑτος καθαρός», Ξεν.)
3. διαυγής, διαφανής, όχι θολός (α. «καθαρό γυαλί» β. «ῥέει τε καθαρὸς παρὰ θολεροῑσι», Ηρόδ.)
4. αίθριος, ανέφελος, ξάστερος (α. «καθαρὸς ουρανὸς» β. «φάει... καθαρῷ», Πίνδ.)
5. σαφής, ευκρινής, ευδιάκριτος (α. «καθαρό γράψιμο» — ευανάγνωστο γράψιμο
β. «καθαραὶ φωναί», Αριστοτ.)
6. αγνός, άσπιλος, ειλικρινής, έντιμος (α. «καθαρή καρδιά» β. «τοὺς μὲν καθαρὰς χεῑρας προνέμοντας», Αισχύλ.)
7. (για πρόσ.) απαλλαγμένος από ενοχή, αθώος («ἱκέτης προσῆλθες καθαρὸς ἀβλαβής», Αισχύλ.)
8. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Καθαροί
ονομασία οπαδών δύο αιρέσεων τού 3ου και τού 10ου αιώνα
9. ακριβής, σωστός (ἂν καθαροὶ ὦσιν αἱ ψῆφοι», Δημοσθ.)
10. φρ. γραμμ. «καθαρό α» — το α που βρίσκεται στο τέλος τής λέξης και πριν από αυτό υπάρχει άλλο φωνήεν ή ρ
νεοελλ.
1. (για ανθρώπους ή ζώα) αυτός που αγαπά την καθαριότητα (α. «καθαρός μάγειρας» β. «η γάτα είναι καθαρό ζώο»)
2. σαφής, ξεκάθαρος, όχι διφορούμενος (α. «καθαρή αλήθεια» β. «καθαρές κουβέντες»)
3. το ουδ. ως ουσ. το καθαρό
καθαρογραμμένο αντίγραφο πρόχειρου πρωτοτύπου ή καθαρογραμμένο πρωτότυπο («γράφω στο καθαρό» — καθαρογράφω)
4. (για αέρα) ο μη μολυσμένος, υγιεινός
5. φρ. α) «έχω καθαρά τα χέρια μου» — δεν έχω κάνει κάτι κακό ή δεν έχω ευθύνη για κάποια κακή πράξη
β) «έχω καθαρό το μέτωπο» — δεν έχω λόγο να ντρέπομαι, δεν μέ βαρύνει καμιά άτιμη πράξη
γ) «καθαρός λογαριασμός» — λογαριασμός τακτοποιημένος λογιστικά
δ) «καθαρό κέρδος» — το κέρδος που απομένει μετά την αφαίρεση τών εξόδων
ε) «καθαρό βάρος» — το πραγματικό βάρος εμπορεύματος που απομένει μετά την αφαίρεση τού απόβαρου
στ) «καθαρό αίμα» — αίμα το οποίο δεν έχει αναμιχθεί με αίμα κατώτερου γένους με διασταύρωση
ζ) «τήν έβγαλε καθαρή» — δεν υπέστη τις συνέπειες, γλύτωσε
η) «Καθαρή Εβδομάδα» — η πρώτη εβδομάδα τής Σαρακοστής («Καθαρή Δευτέρα, Καθαρή Τρίτη» κ.λπ.)
6. παροιμ. α) «καθαρός ουρανός αστραπές δεν φοβάται» — ο ηθικός και τίμιος άνθρωπος δεν φοβάται τις συκοφαντίες
β) «καρδία καθαρά και πάτα και στην Άγια Τράπεζα» — γι' αυτούς που στο όνομα τής θρησκείας κάνουν τα μεγαλύτερα αίσχη
μσν.
1. πρόθυμος
2. (για ζώα) φυτοφάγος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ καθαρόν
η καθαρότητα, η αγνότητα
μσν.-αρχ.
1. απαλλαγμένος από κάθε εμπόδιο
2. (για τόπο) ανοιχτός, ελεύθερος (α. «ἐν καθαρῶ, ὅθι δὴ νεκύων διεφαίνετο χώρος», Ομ. Ιλ.
β. «oἰκεῑν ἐν τῷ καθαρῷ» — να κατοικεί κανείς στο ύπαιθρο, Πλάτ.)
αρχ.
1. ελεύθερος από κάθε υποχρέωση, απαλλαγμένος από οφειλές
2. αυτός που έχει ευγενή καταγωγή («σπέρμα θεοῡ καθαρόν», Πίνδ.)
3. αυτός που βρίσκεται σε καλή κατάσταση, ακμαίος («καθαρὸς στρατός», Ηρόδ.)
επίρρ...
καθαρώς και καθαρά (AM καθαρώς)
1. με καθαρότητα, χωρίς βρομιά
2. αμιγώς, χωρίς προσμίξεις (α. «ο καθαρά ελληνικός πληθυσμός» β. «ἔστωσαν δὲ καὶ οἱ καθαρῶς γεγονότες Ἴωνες», Ηρόδ.)
3. ευκρινώς, με σαφήνεια (α. «μίλα καθαρά» β. «μηδὲ τὴν λέξιν ἐπαινεῑν ὡς ἀκριβῶς καὶ καθαρῶς ἔχουσαν», Ισοκρ.)
4. εμφανώς (α. «φάνηκε καθαρά η κακία του» β. «καὶ γὰρ ἃ συνέκρυπτον αὐτοὶ πρότερον, ἐκ μέσου γενομένων ἀναφαίνεται καθαρῶς», Αισχίν.)
5. αποκλειστικά, εντελώς (α. «αυτό τό είπε καθαρά για μένα» β. «καθαρῶς ἐς ἐφήβους τελεῑν», Δίων Κάσσ.)
6. τίμια, δίκαια («ἡ δὲ καθαρῶς τε καὶμετρίως τὸν βίον διεξελθοῡσα», Πλάτ.)
νεοελλ.
φρ.
1. «καθαρά και ξάστερα» — απερίφραστα, με παρρησία, ντόμπρα
2. «δεν βλέπει καθαρά»
α) δεν βλέπει καλά, δεν διακρίνει καλά
β) δεν αντιλαμβάνεται το βάθος τών περιστάσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η μορφολογική διαφορά τών τ. καθαρός, κοθαρός είναι ανερμήνευτη. Ανάγονται πιθ. σε αρχ. ουδ. *κάθαρ ή *κόθαρ. Έχουν διατυπωθεί αρκετές υποθέσεις ετυμολογήσεως τής λ., που δεν είναι όμως γενικότερης αποδοχής. Ο τ. εμφανίζεται στην Ιλιάδα στη φρ. ἐν καθαρῷ «σε ακάλυπτο μέρος» και στην Οδύσσεια ως επίθ. τής λ. εἵματα και στη φρ. μὴ καθαρῷ θανάτῳ για χαρακτηρισμό απαγχονισμού δούλων. Μετά τον Ομ., η λ. χρησιμοποιήθηκε με σημ. «καθάριος» για νερό και «καθαρισμένος» για σπόρο. Η λ. εμφανίζεται επίσης με θρησκευτική ή ηθική σημ., ως προς την οποία αντιδιαστέλλεται προς το μιαρός και διαφοροποιείται από το αγνός. Στη Νέα Ελληνική η λ. καθαρός χρησιμοποιείται τόσο με την κυριολεκτική σημ. «ο απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, ο μη βρόμικος» όσο και με τη μεταφορική «αγνός, έντιμος».
ΠΑΡ. καθαίρω, καθαρεύω, καθαρίζω, καθάριος, καθαριότητα(-της), καθαρότητα(-της)
αρχ.
καθαριώ, καθάρυλλος
μσν.
καθαροσύνη
νεοελλ.
καθαρούτσικος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. καθαροπώλης, καθαρουργός
μσν.
καθαροάδολος, καθαρογλυκοπίπερος, καθαροδίαιτος, καθαροκόσκινον, καθαροποιός, καθαροπότιον, καθαρότευκτος, καθαροχειρία, καθαρόχρυσος
νεοελλ.
καθαρόαιμος, καθαρογλώσσημα, καθαρόγλωσσος, καθαρογράφος, καθαρολόγος. (Β ' συνθετικό) ολοκάθαρος
αρχ.
φιλοκάθαρος
νεοελλ.
εφτακάθαρος, κατακάθαρος, ξεκάθαρος, πεντακάθαρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καθαρός — physically clean masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρός — ή, ό επίρρ. ά 1. παστρικός, αλέρωτος: Πρέπει να διατηρούμε το σώμα μας καθαρό. 2. ανόθευτος, αγνός, αμιγής: Αυτό είναι καθαρό οινόπνευμα. 3. διαυγής, αίθριος: Σήμερα έχουμε καθαρό ουρανό. 4. αυτός που αγαπάει την καθαριότητα: Ο μάγειρας που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Καθαρός, Μιχαήλ — (14ος αι.).Νόθος γιος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, δευτερότοκου γιου του Ανδρόνικου B’ (1282 1328), και της Καθαράς, θεραπαινίδας της συζύγου του, από την οποία πήρε το επώνυμό του. Ο παππούς του, Ανδρόνικος B’, επειδή δυσαρεστήθηκε από την… …   Dictionary of Greek

  • καθαρά — καθαρός physically clean neut nom/voc/acc pl καθαρά̱ , καθαρός physically clean fem nom/voc/acc dual καθαρά̱ , καθαρός physically clean fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρώτερον — καθαρός physically clean adverbial comp καθαρός physically clean masc acc comp sg καθαρός physically clean neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρωτάτων — καθαρός physically clean fem gen superl pl καθαρός physically clean masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρωτέραις — καθαρός physically clean fem dat comp pl καθαρωτέρᾱͅς , καθαρός physically clean fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρωτέρων — καθαρός physically clean fem gen comp pl καθαρός physically clean masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρόν — καθαρός physically clean masc acc sg καθαρός physically clean neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρώτατα — καθαρός physically clean adverbial superl καθαρός physically clean neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”